απορροή

απορροή
Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη θάλασσα. (Φυσ.) Η έκλυση ραδιενεργών ατόμων αδρανούς αερίου (ραδονίου και θορονίου) από στερεές ουσίες που περιέχουν ράδιο. Ο λόγος της ποσότητας του ραδονίου ή θορονίου που εκπέμπεται στον χώρο που περιβάλλει το στερεό, προς τη συνολική ποσότητα που παράγεται το ίδιο χρονικό διάστημα μέσα στο στερεό, ονομάζεται συντελεστής α. ή συντελεστής ικανότητας α. Η α. εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους οι πιο σημαντικοί είναι η σύσταση της ουσίας, η ειδική επιφάνειά της, η θερμοκρασία κ.ά. Ως α., επίσης, μπορεί να χαρακτηρίζεται η ποσότητα του ραδονίου που εκλύεται από ένα γραμμάριο πετρώματος σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
* * *
η (Α ἀπορροή) [απορρέω]
νεοελλ.
χημ. το χημικό στοιχείο ατομικού αριθμού 86
αρχ.
1. ροή από κάπου
2. ρέμα, ρυάκι
3. (για ποτάμια) εκπήγαση
4. αναθυμίαση
5. εκροή, εκπόρευση
6. (για φύλλα) αποβολή, πτώση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπορροῇ — ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροή — flowing off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορροή — η το να προέρχεται κάτι ή κάποιος από κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορροῆι — ἀπορροῇ , ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροῶν — ἀπορρόη fem gen pl ἀπορροή flowing off fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροαί — ἀπορροή flowing off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροᾶς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροῆς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροήν — ἀπορροή flowing off fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”